- ασυναίρετος
- η , ο [ος , ον ] грам, неслитный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσυναίρετος — not contracted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυναίρετος — η, ο (Μ ἀσυναίρετος, ον) αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση … Dictionary of Greek
ασυναίρετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συναιρέθηκε: Το δεκαέξι είναι ασυναίρετο, το δεκάξι συναιρεμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυναιρέτως — ἀσυναίρετος not contracted adverbial ἀσυναίρετος not contracted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετον — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem acc sg ἀσυναίρετος not contracted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναιρέτων — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετα — ἀσυναίρετος not contracted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναίρετοι — ἀσυναίρετος not contracted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… … Dictionary of Greek
αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] … Dictionary of Greek
ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… … Dictionary of Greek